Στεφάνοις — Στέφανος that which surrounds masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάνοις — στέφανος that which surrounds masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπαστος — κατάπαστος, ον (Α) [καταπάσσω] 1. καλά πασπαλισμένος 2. καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος», Αριστοφ.) 2. κεντημένος, καταστολισμένος («χιτών χρυσῷ κατάπαστος», Διόδ.) 3. κατάλληλος για πασπάλισμα, για ράντισμα … Dictionary of Greek
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
πυκάζω — και δωρ. τ. πυκάσδω Α [πύκα] 1. (με σημ. τής προστασίας ή υπεράσπισης) σκεπάζω, κρύβω 2. περιβάλλω, ασφαλίζω («νῆα... πυκάσαι τι λίθοισι πάντοθεν», Ησίοδ.) 3. καλύπτω πυκνά, περικαλύπτω, επικαλύπτω (α. «πρίν... πυκάσαι... γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ», Ομ … Dictionary of Greek
ψελιώ — όω, Α [ψέλιον] 1. περιβάλλω κάτι σαν ψέλιο, σαν δακτύλιος, περιστέφω («ψελιοῡν αὐχένα στεφάνοις», Ανθ. Παλ.) 2. μέσ. ψελιοῡμαι, όομαι φορώ ψέλιο, έχω βραχιόλι 3. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Ψελιουμένη τίτλος αγάλματος τού Πραξιτέλους … Dictionary of Greek